-
1 στάλιξ
στάλιξ, ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰϑύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ ϑηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.
-
2 θηγαλέος
θηγαλέος, geschärft, scharf, πυρὶ ϑηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίϑος ϑηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).